ἡμιονείη

ἡμιονείη
ἡμιόνειος
of
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιονείῃ — ἡμιόνειος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιόνειος — ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη» ἡμιονίς*, κοπριά ημιόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα ειος (πρβλ. κύκν ειος, χελιδόν ειος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”